ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 15
1550 Stephanus New Testament
15 και ευθεως επι το πρωι συμβουλιον ποιησαντες οι αρχιερεις μετα των πρεσβυτερων και γραμματεων και ολον το συνεδριον δησαντες τον ιησουν απηνεγκαν και παρεδωκαν τω πιλατω
2 και επηρωτησεν αυτον ο πιλατος συ ει ο βασιλευς των ιουδαιων ο δε αποκριθεις ειπεν αυτω συ λεγεις
3 και κατηγορουν αυτου οι αρχιερεις πολλα
4 ο δε πιλατος παλιν επηρωτησεν αυτον λεγων ουκ αποκρινη ουδεν ιδε ποσα σου καταμαρτυρουσιν
5 ο δε ιησους ουκετι ουδεν απεκριθη ωστε θαυμαζειν τον πιλατον
6 κατα δε εορτην απελυεν αυτοις ενα δεσμιον ονπερ ητουντο
7 ην δε ο λεγομενος βαραββας μετα των συστασιαστων δεδεμενος οιτινες εν τη στασει φονον πεποιηκεισαν
8 και αναβοησας ο οχλος ηρξατο αιτεισθαι καθως αει εποιει αυτοις
9 ο δε πιλατος απεκριθη αυτοις λεγων θελετε απολυσω υμιν τον βασιλεα των ιουδαιων
10 εγινωσκεν γαρ οτι δια φθονον παραδεδωκεισαν αυτον οι αρχιερεις
11 οι δε αρχιερεις ανεσεισαν τον οχλον ινα μαλλον τον βαραββαν απολυση αυτοις
12 ο δε πιλατος αποκριθεις παλιν ειπεν αυτοις τι ουν θελετε ποιησω ον λεγετε βασιλεα των ιουδαιων
13 οι δε παλιν εκραξαν σταυρωσον αυτον
14 ο δε πιλατος ελεγεν αυτοις τι γαρ κακον εποιησεν οι δε περισσοτερως εκραξαν σταυρωσον αυτον
15 ο δε πιλατος βουλομενος τω οχλω το ικανον ποιησαι απελυσεν αυτοις τον βαραββαν και παρεδωκεν τον ιησουν φραγελλωσας ινα σταυρωθη
16 οι δε στρατιωται απηγαγον αυτον εσω της αυλης ο εστιν πραιτωριον και συγκαλουσιν ολην την σπειραν
17 και ενδυουσιν αυτον πορφυραν και περιτιθεασιν αυτω πλεξαντες ακανθινον στεφανον
18 και ηρξαντο ασπαζεσθαι αυτον χαιρε βασιλευ των ιουδαιων
19 και ετυπτον αυτου την κεφαλην καλαμω και ενεπτυον αυτω και τιθεντες τα γονατα προσεκυνουν αυτω
20 και οτε ενεπαιξαν αυτω εξεδυσαν αυτον την πορφυραν και ενεδυσαν αυτον τα ιματια τα ιδια και εξαγουσιν αυτον ινα σταυρωσωσιν αυτον
21 και αγγαρευουσιν παραγοντα τινα σιμωνα κυρηναιον ερχομενον απ αγρου τον πατερα αλεξανδρου και ρουφου ινα αρη τον σταυρον αυτου
22 και φερουσιν αυτον επι γολγοθα τοπον ο εστιν μεθερμηνευομενον κρανιου τοπος
23 και εδιδουν αυτω πιειν εσμυρνισμενον οινον ο δε ουκ ελαβεν
24 και σταυρωσαντες αυτον διεμεριζον τα ιματια αυτου βαλλοντες κληρον επ αυτα τις τι αρη
25 ην δε ωρα τριτη και εσταυρωσαν αυτον
26 και ην η επιγραφη της αιτιας αυτου επιγεγραμμενη ο βασιλευς των ιουδαιων
27 και συν αυτω σταυρουσιν δυο ληστας ενα εκ δεξιων και ενα εξ ευωνυμων αυτου
28 και επληρωθη η γραφη η λεγουσα και μετα ανομων ελογισθη
29 και οι παραπορευομενοι εβλασφημουν αυτον κινουντες τας κεφαλας αυτων και λεγοντες ουα ο καταλυων τον ναον και εν τρισιν ημεραις οικοδομων
30 σωσον σεαυτον και καταβα απο του σταυρου
31 ομοιως δε και οι αρχιερεις εμπαιζοντες προς αλληλους μετα των γραμματεων ελεγον αλλους εσωσεν εαυτον ου δυναται σωσαι
32 ο χριστος ο βασιλευς του ισραηλ καταβατω νυν απο του σταυρου ινα ιδωμεν και πιστευσωμεν και οι συνεσταυρωμενοι αυτω ωνειδιζον αυτον
33 γενομενης δε ωρας εκτης σκοτος εγενετο εφ ολην την γην εως ωρας εννατης
34 και τη ωρα τη εννατη εβοησεν ο ιησους φωνη μεγαλη λεγων ελωι ελωι λαμμα σαβαχθανι ο εστιν μεθερμηνευομενον ο θεος μου ο θεος μου εις τι με εγκατελιπες
35 και τινες των παρεστηκοτων ακουσαντες ελεγον ιδου ηλιαν φωνει
36 δραμων δε εις και γεμισας σπογγον οξους περιθεις τε καλαμω εποτιζεν αυτον λεγων αφετε ιδωμεν ει ερχεται ηλιας καθελειν αυτον
37 ο δε ιησους αφεις φωνην μεγαλην εξεπνευσεν
38 και το καταπετασμα του ναου εσχισθη εις δυο απο ανωθεν εως κατω
39 ιδων δε ο κεντυριων ο παρεστηκως εξ εναντιας αυτου οτι ουτως κραξας εξεπνευσεν ειπεν αληθως ο ανθρωπος ουτος υιος ην θεου
40 ησαν δε και γυναικες απο μακροθεν θεωρουσαι εν αις ην και μαρια η μαγδαληνη και μαρια η του ιακωβου του μικρου και ιωση μητηρ και σαλωμη
41 αι και οτε ην εν τη γαλιλαια ηκολουθουν αυτω και διηκονουν αυτω και αλλαι πολλαι αι συναναβασαι αυτω εις ιεροσολυμα
42 και ηδη οψιας γενομενης επει ην παρασκευη ο εστιν προσαββατον
43 ηλθεν ιωσηφ ο απο αριμαθαιας ευσχημων βουλευτης ος και αυτος ην προσδεχομενος την βασιλειαν του θεου τολμησας εισηλθεν προς πιλατον και ητησατο το σωμα του ιησου
44 ο δε πιλατος εθαυμασεν ει ηδη τεθνηκεν και προσκαλεσαμενος τον κεντυριωνα επηρωτησεν αυτον ει παλαι απεθανεν
45 και γνους απο του κεντυριωνος εδωρησατο το σωμα τω ιωσηφ
46 και αγορασας σινδονα και καθελων αυτον ενειλησεν τη σινδονι και κατεθηκεν αυτον εν μνημειω ο ην λελατομημενον εκ πετρας και προσεκυλισεν λιθον επι την θυραν του μνημειου
47 η δε μαρια η μαγδαληνη και μαρια ιωση εθεωρουν που τιθεται
Márk 15
Hungarian New Translation
Jézus Pilátus előtt(A)
15 Korán reggel haladéktalanul határozatot hoztak a főpapok a vénekkel, az írástudókkal és az egész nagytanáccsal együtt. Azután Jézust megkötözve elvitték, és átadták Pilátusnak.
2 Pilátus pedig megkérdezte tőle: "Te vagy a zsidók királya?" Ő így válaszolt neki: "Te mondod."
3 A főpapok hevesen vádolták őt.
4 Pilátus ismét megkérdezte tőle: "Nem felelsz semmit? Nézd, mennyire vádolnak!"
5 Jézus pedig többé semmit sem válaszolt, úgyhogy Pilátus nagyon elcsodálkozott.
Jézus és Barabbás(B)
6 Ünnepenként el szokott bocsátani nekik egy foglyot, akit ők kívántak.
7 Barabbás is fogságban volt azokkal a lázadókkal együtt, akik a lázadás idején gyilkosságot követtek el.
8 A sokaság tehát felmenve Pilátus elé, kérte tőle azt, amit mindig megtett nekik.
9 Ő pedig megkérdezte tőlük: "Akarjátok, hogy elbocsássam nektek a zsidók királyát?" -
10 mert tudta, hogy irigységből szolgáltatták ki Jézust a főpapok.
11 A főpapok azonban felbujtották a sokaságot, hogy inkább Barabbás elbocsátását követeljék.
12 Pilátus ismét megszólalt, és ezt mondta nekik: "Mit tegyek akkor azzal, akit a zsidók királyának mondotok?"
13 Azok ismét felkiáltottak: "Feszítsd meg!"
14 Pilátus megkérdezte tőlük: "De mi rosszat tett?" Azok pedig még hangosabban kiáltották: "Feszítsd meg!"
15 Pilátus eleget akart tenni a sokaság kívánságának, és szabadon bocsátotta nekik Barabbást; Jézust pedig miután megostoroztatta, kiszolgáltatta, hogy megfeszítsék.
Jézus megcsúfolása(C)
16 A katonák elvitték őt a palota belsejébe, a helytartóságra, és összehívták az egész csapatot.
17 Felöltöztették bíborba, tövisből font koronát tettek a fejére,
18 és elkezdték köszönteni: "Üdvözlégy, zsidók királya!"
19 Nádszállal verték a fejét, leköpdösték, és térdhajtással hódoltak előtte.
Jézus megfeszítése(D)
20 Miután kigúnyolták, levették róla a bíborruhát, felöltöztették saját ruhájába, és kivitték, hogy megfeszítsék őt.
21 Kényszerítettek egy arra menő embert, cirénei Simont, Alexander és Rufusz apját, aki a mezőről jött, hogy vigye a keresztet.
22 Elvitték őt a Golgota nevű helyre, ami ezt jelenti: Koponya-hely,
23 és mirhás bort adtak neki; de ő nem fogadta el.
24 Ekkor keresztre feszítették, és megosztoztak a ruháin, sorsot vetve, hogy ki mit kapjon.
25 Kilenc óra volt, amikor megfeszítették.
26 Felirat is volt a kereszten az ellene emelt vádról, amely így szólt: A ZSIDÓK KIRÁLYA.
27 Vele együtt feszítettek keresztre két rablót, egyet jobb, egyet pedig bal keze felől.
28 (És így teljesedett be az Írás, amely ezt mondja: "És bűnösök közé számlálták.")
29 Az arra járók fejüket csóválva káromolták, és ezt mondták: "Nosza te, aki lerombolod a templomot, és felépíted három nap alatt,
30 mentsd meg magadat, szállj le a keresztről!"
31 Hasonlóan csúfolódtak a főpapok is maguk között az írástudókkal együtt, és így szóltak: "Másokat megmentett, de magát nem tudja megmenteni.
32 A Krisztus, az Izráel királya, szálljon le a keresztről, hogy lássuk, és higgyünk." Azok is gyalázták, akik vele együtt voltak megfeszítve.
Jézus halála(E)
33 Amikor tizenkét óra lett, sötétség támadt az egész földön három óráig.
34 Három órakor Jézus hangosan felkiáltott: "Elói, elói, lámá sabaktáni!" - ami ezt jelenti: "Én Istenem, én Istenem, miért hagytál el engem?"
35 Néhányan az ott állók közül, akik meghallották, így szóltak: "Nézd, Illést hívja."
36 Valaki elfutott, megtöltött egy szivacsot ecettel, nádszálra tűzte, inni adott neki, és így szólt: "Lássuk csak, eljön-e Illés, hogy levegye?"
37 Jézus azonban hangosan felkiáltva kilehelte lelkét.
38 Ekkor a templom kárpitja felülről az aljáig kettéhasadt.
39 Amikor a százados, aki vele szemben állt, látta, hogy így lehelte ki lelkét, ezt mondta: "Bizony, ez az ember Isten Fia volt!"
40 Voltak ott asszonyok is, akik távolról figyelték; köztük a magdalai Mária, továbbá Mária, a kis Jakab és József anyja, valamint Salómé,
41 akik követték őt, és szolgáltak neki, amikor Galileában volt, és sok más asszony is, akik vele mentek fel Jeruzsálembe.
Jézus temetése(F)
42 Amikor beesteledett, mivel az előkészület napja, vagyis szombat előtti nap volt,
43 eljött arimátiai József, a nagytanács tekintélyes tagja, aki maga is várta az Isten országát; bátran bement Pilátushoz, és elkérte Jézus testét.
44 Pilátus csodálkozott azon, hogy már meghalt, ezért hívatta a századost, és megkérdezte tőle, hogy meghalt-e már.
45 Amikor ezt megtudta a századostól, kiadatta a holttestet Józsefnek.
46 Ő pedig gyolcsot vásárolt, levette őt, begöngyölte a gyolcsba, elhelyezte egy sziklába vágott sírboltba, és követ hengerített a sírbolt bejárata elé.
47 A magdalai Mária és Mária, a József anyja pedig figyelte, hova helyezték őt.
Copyright © 1975, 1990 Hungarian Bible Society